Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενοικί — ἐνοικί (Α) [ένοικος] επίρρ. στον οίκο, στην πατρίδα («τὰ εἰς κὶ διὰ τοῡ ἰώτα γράφονται πανοικί, ἐνοικί», Ηρωδιαν.) … Dictionary of Greek
ἐνοικί — in the house indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)